Λαγόρας

Λαγόρας
Λαγόρᾱς , Λαγόρας
masc acc pl
Λαγόρᾱς , Λαγόρας
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λαγόρας — (3ος αι. π.Χ.). Κρητικός στρατηγός. Ήταν επικεφαλής σώματος Κρητών μισθοφόρων και διακρίθηκε για τις οργανωτικές και τις διοικητικές του ικανότητες, καθώς και για τη γενναιότητα που επεδείκνυε την ώρα της μάχης. Σύμφωνα με μαρτυρίες του ιστορικού …   Dictionary of Greek

  • Λαγόρα — Λαγόρᾱ , Λαγόρας masc nom/voc/acc dual Λαγόρᾱ , Λαγόρας masc voc sg (attic) Λαγόρᾱ , Λαγόρας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαγόραν — Λαγόρᾱν , Λαγόρας masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”